- τήρητρα
- τήρ-ητρα, τά,A expenses of guarding an oliveyard, PSI1.33.22 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τήρητρα — τὰ, Α δαπάνη για επιτήρηση, για φύλαξη, τα φύλακτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηρῶ (Ι) + επίθημα τρα, πληθ. τού τρον, που απαντά συχνά σε λ. που δηλώνουν αμοιβή ή πληρωμή (πρβλ. κόμισ τρα, λύ τρα)] … Dictionary of Greek